- ευδιεινός
- εὐδιεινός, -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)1. εύδιος* («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.)2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» — σε απάνεμα μέρη, Ξεν.).επίρρ...εὐδιεινῶς (Α)με πραότητα, ήσυχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + επίθημα -εινος, κατά τα φα-εινός, αλε-εινός. Ο τ. ευδεινός είναι μτγν.].
Dictionary of Greek. 2013.